καρφωτός

καρφωτός
-ή, -ό (Μ καρφωτός, -ή, -όν) [καρφώνω]
ο συνδεδεμένος με καρφιά, ο καρφωμένος
νεοελλ.
1. μπηγμένος απότομα και βίαια, όπως το καρφί
2. στερεά συνδεδεμένος σαν να ήταν με καρφιά
3. αυτός που γίνεται για «κάρφωμα», για κατάδοση («καρφωτή πληροφορία»).
επίρρ...
καρφωτά
με τον τρόπο που μπήγεται το καρφί, κατακόρυφα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρφωτός — ή, ό επιρρ. ά καρφωμένος: Οι σόλες είναι καρφωτές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακάρφωτος — η, ο [καρφωτός] αυτός που δεν είναι καρφωμένος, δεν είναι στερεωμένος με καρφιά …   Dictionary of Greek

  • πασσαλευτός — ή, όν, Α [πασσαλεύω] καρφωτός, καρφωμένος …   Dictionary of Greek

  • περαστός — ή, ό 1. ο περασμένος πέρα πέρα, αλλιώς κλειδωτός (όχι καρφωτός). 2. ο περασμένος από τρυπητή, ο σουρωμένος, ο στραγγισμένος: Το φαγητό γίνεται με περαστή ντομάτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”